- ένορκος
- -η, -ο (AM ἔνορκος, -ον) [όρκος]αυτός που επικυρώνεται με όρκο (α. «ένορκος κατάθεση» β. «παρακαταθήκην ἔνορκον», Δημοσθ.)νεοελλ.(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ένορκοιπολίτες οι οποίοι εκλέγονται με κλήρο από κατάλογο και απαρτίζουν μαζί με το δικαστήριο τών συνέδρων τα κακουργιοδικεία και τα ορκωτά δικαστήριααρχ.1. αυτός που δεσμεύεται από όρκο2. αυτός που περιλαμβάνεται σε συνθήκη3. καθιερωμένος με όρκο4. το ουδ. ως ουσ. το ένορκονο όρκος.
Dictionary of Greek. 2013.